Page 253 - dimkoutroumpas
P. 253
Η ΕΞΑΓΩΓΗ ΔΟΝΤΙΩΝ ΣΤΟΝ ΑΡΧΑΙΟ ΚΟΣΜΟ οδοντάγρες, φάρμακα και τεχνικές Η Οδοντιατρική από τα πρώτα βήματά της ταυτίστηκε, τουλάχιστον άτυπα, με ένα απλό είδος μηχανήματος, έναν μοχλό, ο οποίος χρησιμοποιείται μέχρι σήμερα στην εξαγωγή των δοντιών. Αυτός ο μοχλός είναι γνωστός για χιλιάδες χρόνια στην ελληνική γλώσσα ως (ἡ) ὀδοντάγρα. Πρόκειται για ειδική λαβίδα, προσαρμοσμένη κατά τέτοιο τρόπο ώστε να συγκρατεί το δόντι κατά την εξαγωγή, όπως άλλωστε φανερώνει και η ετυμολογία της λέξης. Πράγματι το λήμμα ὀδοντάγρα προέρχεται από τη σύνθεση δύο λέξεων της αρχαίας ελληνικής, ὀδούς - όντος = δόντι + ἄγρα = κυνήγι, σύλληψη, λεία. Εκτός, όμως, από το λήμμα ὀδοντάγρα, για την ίδια περιγραφή επιβιώνει μέχρι και σήμερα στην ελληνική γλώσσα και ο όρος (τὸ) ὀδονταγωγόν ο οποίος και αυτός προέρχεται από τη σύνθεση δύο λέξεων, ὀδούς –όντος + ἀγωγός. Ο όρος περιγράφει το ιατρικό εργαλείο που ἄγει, έλκει το δόντι προς μια ορισμένη κατεύθυνση. Ωστόσο, παρότι ως όρος επιβιώνει μέχρι και σήμερα στη νεοελληνική γλώσσα, εντούτοις δεν μνημονεύεται από τους παλαιότερους των αρχαίων συγγραφέων ούτε και εντοπίζεται σε κανένα λεξικογραφικό έργο της αρχαιότητας. Για παράδειγμα, δεν εντοπίζεται στο Ὀνομαστικόν του Ἰουλίου Πολυδεύκη (άκμασε περί το 180 μ.Χ.) κατά την περιγραφή των ιατρικών εργαλείων 1129 που χρησιμοποιούνταν από τους ιατρούς στις αρχές του 3 αι. μ.Χ. Η πρώτη αναφορά του όρου ὀδονταγωγόν, υπό τη μορφή ου odontagogum, καταγράφεται από τον Caelius Aurelianus 1130 (άκμασε περί τον 5 αι. ο μ.Χ.) στο De morbis acutis et chronicis, τη λατινική μετάφραση της αρχαίας ελληνικής ιατρικής πραγματείας Περί τῶν ὀξέων καί χρονίων παθῶν του Σωρανού του Εφεσίου (1 αι. μ.Χ.). Το παράδοξο είναι ότι Σωρανός, στα αποσπάσματα έργων ος του, τα οποία μας έχουν διασωθεί, χρησιμοποιεί αποκλειστικά τον όρο ὀδοντάγρα στην οποία και προσδίδει παρόμοια χρήση με την οστεάγρα, η οποία αφαιρεί οστά 1131 .                                                              1129 Koutroumpas & Vrotsos 2012:121. 1130 Caelius Aurelianus 1950: 620. 1131 Σωρανοῦ, Περὶ γυναικείων νοσημάτων (IV 142,19-20 Ilberg).
   248   249   250   251   252   253   254   255   256   257   258