Page 289 - dimkoutroumpas
P. 289
Οι Οδοντικές Προσθέσεις στον Αρχαίο Κόσμο μεγαλύτερη σύγχυση παρά καταλήγει σε πορίσματα που αντέχουν στη βάσανο της επιστημονικής κρίσεως. Δυστυχώς, όσο κι αν φαίνεται οξύμωρο, τα ευρήματα των αρχαίων οδοντικών προσθετικών κατασκευών μελετώνται κυρίως από τρεις διαφορετικές οδούς προσέγγισης: α) την αρχαιολογική, β) την οδοντιατρική και γ) την ανθρωπολογική. Παρά το γεγονός ότι απαιτείται μια διεπιστημονική προσέγγιση η οποία οφείλει να περιλαμβάνει μια πλειάδα διαφορετικών γνωστικών αντικειμένων, η μέχρι σήμερα πρακτική έχει δείξει ότι οι αρχαίες οδοντικές προσθέσεις αποτελούν αντικείμενο μελέτης είτε καλά καταρτισμένων αμιγώς στην οδοντιατρική, είτε άλλων επιστημών, κυρίως αρχαιολόγων, ο οποίοι δεν διαθέτουν ούτε στοιχειώδεις οδοντιατρικές γνώσεις. Το πρόβλημα αυτό διατυπώνεται με μεγαλύτερη ένταση για πρώτη φορά από τον Waarsenburg σχετικά με την προβληματική σχέση της Ετρουσκολογίας και της Οδοντιατρικής ως προς τη μελέτη των ετρουσκικών οδοντικών προσθέσεων. Πράγματι μελετώντας κανείς τη σχετική βιβλιογραφία διαπιστώνει ότι οι ετρουσκικές προσθέσεις έχουν διαφύγει της προσοχής των αρχαιολόγων 1240 . Παραδόξως, οι καλύτερες σύγχρονες μελέτες σχετικές με τις οδοντιατρικές προσθετικές κατασκευές στην αρχαιότητα πραγματοποιήθηκαν από ανθρωπολόγους και όχι από ιστορικούς της οδοντιατρικής, οι οποίοι υποτίθεται αποτελούν τους εγγυτέρα καταρτισμένους επιστήμονες. Το γεγονός αυτό ίσως υποδηλώνει μια νέα προσπάθεια διεπιστημονικής προσέγγισης για κάλυψη του χάσματος μεταξύ αρχαιολογίας και οδοντιατρικής. Ίσως η ανθρωπολογία αποτελέσει τελικά τον αναγκαίο διεπιστημονικό κρίκο για μια ευρύτερη και επιστημονικά πολύπλευρη προσέγγιση. Υπό το πρίσμα αυτό δεν αποτελεί παράδοξο το γεγονός ότι μέχρι και σήμερα δεν υπάρχει συμφωνία για τον αριθμό των οδοντικών προσθετικών κατασκευών οι οποίες έχουν ανακαλυφθεί στον ευρωπαϊκό χώρο και την ευρύτερη περιοχή της Μεσογείου. Ταυτόχρονα κανένας από τους δημοσιευμένους μέχρι σήμερα καταλόγους για το σύνολο των αρχαίων οδοντικών προσθετικών εργασιών δεν θεωρείται αποδεκτός. Οι πρώτες προσπάθειες κατάρτισης ενός καταλόγου εντοπίζονται στα τέλη του 19 αι. με τον κατάλογο του Deneffe (1899) 1241 και ακολουθούν οι κατάλογοι ου των Sudhoff (1926) 1242 , Bliquez (1996) 1243 . Εκτός από τους προαναφερθέντες 1240 Waarsenburg1991: 241. 1241 Deneffe 1899. 1242 Sudhoff 1926. 1243 Bliquez 1996: 2646-2648. 275