Page 44 - 2013final
P. 44
24. Η ΧΡΗΣΗ ΤΟΥ ΦΘΟΡΙΟΥ ΣΤΗΝ ΠΑΙΔΟΔΟΝΤΙΑ Αντεκελίδου Γ., Γκιάλης Μ., Ευαγγέλου Ε., Θεοδώρου Α. Σκοπός της εργασίας αυτής είναι η παρουσίαση της χρήσης του φθορίου στην παιδική ηλικία. Συγκεκριμένα, θα αναλυθούν οι τρόποι εφαρμογής του φθορίου, το ποσό που πρέπει να λαμβάνεται ανάλογα με την ηλικιακή ομάδα και τον τερηδονικό κίνδυνο, καθώς επίσης και τα οφέλη του για την πρόληψη και αναχαίτιση της τερηδόνας. Ακόμη, θα γίνει αναφορά στις βιολογικές επιδράσεις από την κατάχρησή του. Το φθόριο είναι ένα ασφαλές και αποτελεσματικό συμπλήρωμα για τη μείωση του τερηδονικού κινδύνου και για την αναστροφή της απομεταλλικοποίησης της αδαμαντίνης, αρκεί να γίνεται ορθή χρήση των φθοριούχων σκευασμάτων, ώστε να αποφευχθεί κάθε πιθανή παρενέργεια. Το φθόριο μπορεί να χορηγείται συστηματικά, μέσω της φθορίωσης του πόσιμου νερού, του γάλακτος, του άλατος και της ζάχαρης, καθώς και με τροχίσκους ή σταγόνες φθορίου, με μέγιστη επιτρεπτή δόση 0.05mg/kg/μέρα. Επίσης, μπορεί να γίνεται τοπική χρήση του με οδοντόπαστες, στοματικά διαλύματα, ζελέ και βερνίκια. Τα διάφορα φθοριούχα σκευάσματα είναι δυνατόν να χορηγηθούν είτε στο ιατρείο από τον οδοντίατρο, είτε για χρήση στο σπίτι, υπό την επίβλεψη των γονέων. Προκειμένου να προσδιοριστεί η ποσότητα και ο τρόπος πρόσληψης του φθορίου από κάθε ασθενή, θα πρέπει να λαμβάνονται υπόψη τρία πράγματα: η συγκέντρωση του φθορίου στο πόσιμο νερό ανάλογα με την περιοχή, η ηλικία του παιδιού, καθώς και ο υπάρχον τερηδονικός του κίνδυνος. Συμπεράσματα: Το φθόριο είναι ο αποτελεσματικότερος τρόπος πρόληψης της τερηδόνας και η χρήση του θα πρέπει να ξεκινά από 6 μηνών, δηλαδή από την ανατολή του πρώτου νεογιλού δοντιού. Ο κάθε οδοντίατρος θα πρέπει να δίνει οδηγίες εξατομικευμένα για κάθε παιδί ως προς τη χρήση των φθοριούχων σκευασμάτων. 25. ΝΕΟΤΕΡΑ ΜΗ-ΔΙΦΩΣΦΟΝΙΚΑ ΦΑΡΜΑΚΑ ΠΟΥ ΕΠΙΔΡΟΥΝ ΣΤΟΝ ΟΣΤΙΚΟ ΜΕΤΑΒΟΛΙΣΜΟ. ΠΙΘΑΝΕΣ ΕΠΙΠΛΟΚΕΣ ΜΕΤΑ ΑΠΟ ΟΔΟΝΤΙΑΤΡΙΚΗ ΕΡΓΑΣΙΑ Γάτου Α., Πρεβεζάνος Ι. Σκοπός – κλινική σημαντικότητα: Φαρμακευτικές ουσίες της κατηγορίας των διφωσφονικών, χορηγούνται σε παθήσεις όπως οστεοπόρωση, πολλαπλό μυέλωμα καθώς και για την πρόληψη μεταστάσεων πρωτογενών όγκων στα οστά. Οι παράγοντες αυτοί, είναι ισχυροί αναστολείς της οστεοκλαστικής δραστηριότητας. Η χορήγηση των διφωσφονικών συσχετίζεται με εμφάνιση οστεονέκρωσης των γνάθων μετά από επεμβατικές οδοντιατρικές εργασίες, της οποίας η αντιμετώπιση είναι δύσκολη και απρόβλεπτη. Ωστόσο, στα πλαίσια της σύγχρονης θεραπείας των ανωτέρω καταστάσεων εφαρμόζονται και μη- διφωσφονικοί παράγοντες, που επίσης επιδρούν στον οστικό μεταβολισμό, όπως τα μονοκλωνικά αντισώματα κατά του RANKL (denosumab) και οι αντι-αγγειογεννετικοί παράγοντες (bevacizumad, sunitinib). Σχετικά πρόσφατα έχουν δημοσιευτεί αναφορές οστεονέκρωσης των γνάθων έπειτα από τη λήψη τους. Σκοπός αυτής της παρουσίασης είναι η ανάλυση της δράσης των νεότερων μη- διφωσφονικών φαρμακευτικών, καθώς και των δεδομένων της βιβλιογραφίας που σχετίζουν τη λήψη αυτών των παραγόντων με πιθανό κίνδυνο οστεονέκρωσης των γνάθων, μετά από επεμβατική οδοντιατρική εργασία. Συζήτηση: Με δεδομένη την αθροιστική συγκέντρωση των μη-διφοσφωνικών φαρμακευτικών παραγόντων στον οργανισμό, η δοσολογία και η συχνότητα χορήγησης, πιθανόν να επηρεάζουν τον κίνδυνο εμφάνισης οστεονέκρωσης των γνάθων. Σε ασθενείς που πρόκειται να λάβουν αυτούς τους παράγοντες, η πρόληψη και έγκαιρη αντιμετώπιση οδοντιατρικών προβλημάτων είναι ιδιαίτερα σημαντική. Σε ασθενείς που ήδη λαμβάνουν αυτούς τους παράγοντες επί μακρόν ιδιαίτερη σημασία πρέπει να δίνεται στη διατήρηση καλής στοματικής υγείας, και την αποφυγή ιδιαίτερα επεμβατικών οδοντιατρικών εργασιών. Συμπεράσματα: Η λήψη μη-διφωσφονικών φαρμακευτικών παραγόντων που επιδρούν στον οστικό μεταβολισμό, είναι δυνατόν να οδηγήσει σε οστεονέκρωση των γνάθων. Θεωρείται επιβεβλημένη η 43